- εκφυλλίζω
- μετ. уст.1) обрывать листья, лепестки; 2) перелистывать, листать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκφυλλίζω — και ξεφυλλίζω (Μ ἐκφυλλίζω) 1. ξεφυλλίζω 2. μσν. αποκτώ φύλλα … Dictionary of Greek
ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek